λιθογράφος

λιθογράφος
ο (Α λιθογράφος)
νεοελλ.
1. ο ειδικός στην τέχνη τής λιθογραφίας, ο τεχνίτης που εκτελεί λιθογραφίες
2. μηχάνημα που χρησιμοποιείται για την εκτύπωση λιθογραφιών
αρχ.
(δ. γρφ.) λιθογλύφος*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λιθογράφος — ο ο ειδικός τεχνίτης που ασχολείται με την εκτύπωση εικόνων ή κειμένων που είναι χαραγμένα πάνω σε λίθινες πλάκες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιθογραφώ — [λιθογράφος] εκτελώ λιθογραφήματα, εκτυπώνω κείμενα ή εικόνες με τη βοήθεια εγχάρακτης ασβεστολιθικής πλάκας …   Dictionary of Greek

  • λιθογραφία — Τεχνική αναπαραγωγής σχεδίων ή κειμένων σε φύλλα χαρτιού. Το σχέδιο εκτελείται με ειδική μελάνη ή λιπαρό μολύβι (λιθογραφικό μολύβι) στην επιφάνεια μίας παχιάς λειασμένης πλάκας από σκληρό και ομοιογενή ασβεστόλιθο. Οι βασικές μέθοδοι λ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • Adamántios Koraïs — Αδαμάντιος Κοραής Adamántios Koraïs Nom de naissance Ἀδαμάντιος Κοραῆς Autres noms Adamance Coray …   Wikipédia en Français

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) …   Dictionary of Greek

  • λιθογραφείο — το εργαστήριο λιθογράφου ή εργοστάσιο κατασκευής και εκτύπωσης λιθογραφημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθογράφος. Η λ., στον λόγιο τ. λιθογραφείον, μαρτυρείται από το 1855 στον Ιω. Αγγελόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • Αβάντζι, Ιωσήφ — (1615 – 1647).Ιταλός ζωγράφος. Είχε ειδικευτεί στη ζωγραφική τοπίων, λουλουδιών και φρούτων. Σπουδαιότερο έργο του θεωρείται Η αποκεφάλιση του Αγίου Ιωάννου, που βρίσκεται στη Φεράρα. Με το ίδιο επώνυμο είναι γνωστοί τέσσερις ακόμα Ιταλοί… …   Dictionary of Greek

  • Αντάμ, Βικτόρ Βενσέν — (Victor Vincent Adam, Παρίσι 1801 – Βιροφλέ 1867). Γάλλος ζωγράφος και λιθογράφος. Ζωγράφιζε κυρίως σκηνές μαχών και άλογα. H ιστορική πινακοθήκη των Βερσαλιών του ανέθεσε να φιλοτεχνήσει πολλά έργα. Αργότερα φιλοτέχνησε και λιθογραφίες με… …   Dictionary of Greek

  • Απολλόδοτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Έλληνας βασιλιάς της Βακτριανής (2ος αι. π.Χ.). Ήταν βασιλιάς της Αραχωσίας της Δρογγιανής το 165 π.Χ. Στα νομίσματά του αναφέρεται ως μέγας βασιλεύς, σωτήρ και φιλοπάτωρ. 2. Φιλόσοφος από την Κύζικο (1ος αι. π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”